- τρυφερίτσα
- η, Ν [τρυφερός](μόνον σε φρ.) «βγήκε στην τρυφερίτσα»μτφ. (για νεαρά άτομα) μόλις άρχισε να ερωτοτροπεί, μόλις άρχισε τις ερωτοδουλειές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρυφερίτσα — η μόνο στη φράση «βγήκε στην τρυφερίτσα» (για άντρα, άρχισε να ερωτοτροπεί, να γλεντά· για γυναίκα, άρχισε να ερωτοτροπεί ή και να πορνεύεται) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)